Η επίσκεψη στο γυναικολόγο για κολπίτιδα αποτελεί την πιο κοινή αιτιολογία που μία γυναίκα θα απευθυνθεί στο ιατρό της. Συνήθως αυτό θα συμβεί περισσότερες από μία φορά στη διάρκεια της ζωής της.
- Τι ακριβώς όμως θεωρούμε με τον όρο κολπίτιδα?
Κολπίτιδα είναι η φλεγμονή του κόλπου, η παρουσία δηλαδή μικροοργανισμών, πέρα των φυσιολογικών στον κόλπο. Συχνά η κολπίτιδα θα συνδυαστεί και με αιδοιίτιδα, φλεγμονή δηλαδή των έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας ή ακόμα και λοίμωξη του κατωτέρου ουροποιητικού (ουρολοίμωξη). Αναλόγως με το είδος του μικροοργανισμού που θα εντοπιστεί, διακρίνουμε και διαφορετικά είδη κολπίτιδας.
Η πιο κοινή κολπίτιδα είναι η μυκητιασική κολπίτιδα. Σε αυτήν συναντάμε την παρουσία μυκήτων στον κόλπο, κυρίως στελέχη Candida (albicans, tropicalis). Εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες παχύσαρκες, στην κύηση, σε γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη, μετά από χρήση αντιβιωτικών και γενικότερα σε καταστάσεις που προκαλούν ζέστη ή υγρασία. Τέτοιες μπορεί να είναι η γυμναστική με την εφαρμογή στενών ρούχων (κολάν), τα μαγιό το καλοκαίρι, τα καλσόν το χειμώνα. Οι γυναίκες αυτές διαμαρτύρονται για κνησμό και πόνο και παρουσιάζουν αυξημένες κολπικές εκκρίσεις, λευκωπές με τη μορφή κομμένου τυριού.
Η δεύτερη πιο κοινή κολπίτιδα είναι η βακτηριακή κολπίτιδα. Σε αυτήν την περίπτωση οι κολπικές εκκρίσεις είναι διαφορετικές. Συνήθως παρατηρείται ένα λεπτόρρευστο υποκίτρινο χρώμα που έχει την οσμή ψαριού. Τα πιο συνηθισμένα μικρόβια που την προκαλόυν είναι η Gadnerella vaginalis και η Prevotellasp..
Μία άλλη κατηγορία κολπίτιδας είναι η τριχομοναδική κολπίτιδα. Οφείλεται σε ένα πρωτόζωο και είναι η πιο συχνά σεξουαλικώς μεταδιδόμενη μη ιογενής λοίμωξη. Αποτελεί δείκτη επικίνδυνης σεξουαλικής συμπεριφοράς. Οι γυναίκες σε αυτή την περίπτωση παρουσιάζουν άφθονη πρασινοκίτρινη έκκριση και έχουν επώδυνες σεξουαλικές επαφές.
Κολπίτιδα από χλαμύδια. Συνήθως παρατηρείται σε κορίτσια μικρότερα των 25 χρόνων. Αυτές οι κοπέλες μπορούν να παραμένουν για καιρό ασυμπτωματικές. Η κολπίτιδα από χλαμύδια πρόκειται κυρίως για μία σεξουαλικώς μεταδιδόμενη νόσο.
Κολπίτιδα από γονόκοκκο – γονόρροια. Και αυτό το είδος κολπίτιδας συναντάται κυρίως σε γυναίκες μικρής ηλικίας. Πιο συχνά εκδηλώνεται όταν υπάρχει αλλαγή πολλών συντρόφων, όταν υπάρχουν επαφές χωρίς προφύλαξη ή σε ιερόδουλες.
Μία άλλη κατηγορία κολπίτιδας είναι αυτή από την οικογένεια των μυκοπλασμάτων (μυκόπλασμα – ουρεόπλασμα). Σε αυτές τις περιπτώσεις τις περισσότερες φορές η κολπίτιδα είναι ασυμπτωματική.
Επομένως μετά από μία επίσκεψη στο γυναικολόγο, την κλινική εκτίμηση, τις απαραίτητες εξετάσεις όπως είναι η καλλιέργεια κολπικού και τραχηλικού επιχρίσματος, η PCR των STDs (σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων), ο ειδικός είναι σε θέση να δώσει την κατάλληλη αγωγή. Η θεραπεία μπορεί να είναι είτε από το στόμα είτε από τον κόλπο ή και συνδυαστικά. Εξαρτάται ασφαλώς από το είδος της κολπίτιδας και σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητη και η λήψη αγωγής και από τον σύντροφο. Σημαντικό είναι η διάγνωση να γίνεται εγκαίρως με σκοπό και την πρόληψη υποτροπών, καθώς και για την αποφυγή πυελικής φλεγμονής που μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη των σαλπίγγων και μελλοντικά θέματα γονιμότητας.
Η αποκατάσταση της κολπικής χλωρίδας με τη χρήση γαλακτοβακκίλων (μικροοργανισμών που ζουν φυσιολογικά στον κόλπο) είναι εξίσου σημαντική, καθώς δημιουργεί ένα είδος φυσικής άμυνας απέναντι στην έκθεση από μικροοργανισμούς.
- Ο ρόλος μιας κολπίτιδας στην επίτευξη κύησης
Όλοι οι παραπάνω μικροοργανισμοί μπορούν να ανιχνευθούν στον γυναικείο κόλπο. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο σημαντικό είναι η γυναίκα που κάνει προσπάθεια για να μείνει έγκυος, είτε με φυσικό τρόπο είτε με υποβοηθούμενο, να έχει υποβληθεί από πριν εξέταση καλλιέργειας μικροβίων του κόλπου. Η παρουσία των μικροοργανισμών αυτών μπορεί να εμποδίσει το σπέρμα κατά τη διέλευση του από τον κόλπο και να μη φθάσει ποτέ στον τελικό προορισμό του, την σάλπιγγα. Επίσης μπορεί το μικρόβιο να μεταναστεύσει στο γειτονικό περιβάλλον της ενδομητρικής κοιλότητας και να δημιουργεί συμφύσεις μέσα στη μήτρα ή να δημιουργεί ένα περιβάλλον αφιλόξενο για την εμφύτευση ενός εμβρύου. Τέλος σε κάποιες περιπτώσεις οι ίδιοι οι μικροοργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να μεταναστεύσουν μέχρι την πύελο, ανιούσα λοίμωξη, καταστρέφοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη σάλπιγγα είτε δημιουργώντας ωοθηκικοσαλπιγγικά αποστήματα καταστρέφοντας και μέρος της ωοθήκης.
Ο ιατρός αναπαραγωγής θα πρέπει να έχει ενημερώσει στη συμβουλευτική προ σύλληψης για αυτές τις περιπτώσεις και να έχει ελέγξει για παρουσία μικροβίων πριν μία εμβρυομεταφορά.