Αποτελεί γεγονός ότι πλέον, το σύγχρονο ζευγάρι αποφασίζει να δημιουργήσει την οικογένεια του σε ολοένα και μεγαλύτερη ηλικία. Επειδή η ηλικία της γυναίκας παίζει πρωταρχικό ρόλο στη διατήρηση της γονιμότητας της, εύκολα συμπεραίνουμε πως η δυσκολία αυξάνεται όσο περνάει ο καιρός. Γι΄αυτό ολοένα και περισσότερα ζευγάρια στρέφονται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Ασφαλώς η ηλικία και ο χρόνος δεν είναι ο μόνος παράγοντας. Η γενικότερη στάση ζωής μας έχει πλέον αλλάξει, όπως οι περιβαλλοντικές συνθήκες και οι διατροφολογικές μας συνήθειες, οι οποίες με τη σειρά τους συμβάλλουν στη μείωση της γονιμότητας τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα.
Πότε όμως ένα ζευγάρι θα πρέπει να απευθυνθεί στον ειδικό;
Πάντα στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή μιλάμε για το ζευγάρι και ποτέ για τον έναν από τους δύο μεμονωμένα. Κάθε ζευγάρι λοιπόν αναπαραγωγικής ηλικίας, στο οποίο δεν υπάρχει κάποιο γνωστό πρόβλημα, έχει περίπου 25% πιθανότητα σύλληψης το μήνα, όταν έχει ελεύθερες στοχευμένες σεξουαλικές επαφές. Το ποσοστό αυτό φθάνει περίπου στο 85% σε βάθος 1 χρόνου.
Αυτό λοιπόν θεωρείται και το χρονικό σημείο όπου ένα ζευγάρι, αν δεν έχει καταφέρει σύλληψη, θα πρέπει να απευθυνθεί στον ιατρό του, καθώς σε περίπτωση που αφήσουμε και άλλο χρονικό διάστημα προσπαθειών, το μόνο που θα πετύχουμε θα είναι μία μικρή άνοδος του ποσοστού αυτού. Όταν μάλιστα η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών, τότε η διερεύνηση της υπογονιμότητας θα πρέπει να ξεκινάει μετά από ένα εξάμηνο.
Στο πρώτο ραντεβού του ζευγαριού πάντα, καθώς η αιτιολογία της υπογονιμότητας αναζητείται τόσο στον άνδρα όσο και στην γυναίκα (40% γυναικείας αιτιολογίας, 40% ανδρικής αιτιολογίας και περίπου 20% αδιευκρίνιστης), ζητούνται οι βασικές εξετάσεις διερεύνησης. Αυτές είναι για την γυναίκα ένα σύνολο αιματολογικών εξετάσεων προκειμένου να δούμε το ορμονικό προφίλ της (FSH, E2, LH, prog, DEAHS, testo, TSH, PRL, AMH), την ωοθηκική της επάρκεια, αλλά και τη θυροειδική της λειτουργία.
Επιπλέον απαραίτητος είναι ο υπέρηχος των έσω γεννητικών της οργάνων για να δούμε την μορφολογία της μήτρας και των ωοθηκών. Ακολουθεί ο έλεγχος των σαλπίγγων ο οποίος πραγματοποιείται με την υστεροσαλπιγγογραφία προκειμένου να φανεί ο βαθμός διαπερατότητας αυτών. Για τον άνδρα σε πρώτη φάση ζητείται ένα σπερμοδιάγραμμα. Ασφαλώς στο πλαίσιο της διερεύνησης μπορεί να ζητηθούν και άλλες εξετάσεις μέχρι να ολοκληρωθεί η εικόνα του ζευγαριού.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάθε περιστατικό, κάθε ζευγάρι είναι ξεχωριστό και για αυτόν ακριβώς το λόγο εξατομικεύονται οι περαιτέρω ενέργειες. Αναλόγως τα αποτελέσματα των παραπάνω εξετάσεων και του ζευγαριού μπορούν να ακολουθηθούν οι εξής δρόμοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Ελεγχόμενη φαρμακευτική πρόκληση ωορρηξίας. Αυτή επιτυγχάνεται με τη χρήση της κιτρικής κλομιφαίνης, ενός φαρμάκου που πετυχαίνει να δημιουργηθούν παραπάνω ωοθυλάκια. Το ζευγάρι θα πρέπει να ενημερωθεί ότι υπάρχουν αυξημένα ποσοστά πολύδυμης κύησης.
Σπερματέγχυση (IUI). Έπειτα από κατάλληλη επεξεργασία τους σπέρματος, συλλέγεται το καλύτερο δυνατό σπέρμα και αυτό τοποθετείται απευθείας στην ενδομητρική κοιλότητα. Πρόκειται για απλή διαδικασία με την οποία διαλέγεται το καλύτερο σπέρμα, αποφεύγεται ο τραχηλικός παράγοντας και γίνεται στοχευμένη προσπάθεια έγχυσης έπειτα από υπερηχογραφική παρακολούθηση. Αυτή η μέθοδος μπορεί να συνδυαστεί μαζί με την πρώτη.
Εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF). Έπειτα από πρωτόκολλο διέγερσης των ωοθηκών με ορμόνες, πραγματοποιείται ωοληψία, δηλαδή συλλογή των ωαρίων. Αυτά μαζί με επεξεργασμένο σπέρμα τοποθετούνται μαζί προκειμένου να επιτευχθεί η γονιμοποίηση εκτός σώματος. Εν συνεχεία, την τρίτη ή την πέμπτη ημέρα γίνεται η εμβρυομεταφορά, ύστερα από κατάλληλη υποστήριξη του ενδομητρίου.
Μικρογονιμοποίηση (ICSI). Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως λόγω σοβαρού ανδρικού παράγοντα, γίνεται η παραπάνω διαδικασία. Η μόνη διαφορά έγκειται στο ότι η γονιμοποίηση του ωαρίου γίνεται από ένα συγκεκριμένο σπερματοζωάριο σε εργαστηριακό επίπεδο.
Στους παραπάνω τρόπους και λύσεις που μας προσφέρει η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή θα πρέπει να προσθέσουμε τη δυνατότητα της παρένθετης μητέρας. Στην Ελλάδα υπάρχει το νομοθετικό πλαίσιο και εφόσον πληρούνται τα ιατρικά κριτήρια που δεν επιτρέπουν σε μία γυναίκα να κυοφορήσει, η δυνατότητα της παρένθετης μητέρας είναι η επιλογή.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, από την κατάλληλη ομάδα ιατρού και εμβρυολογικού εργαστηρίου, μπορεί να βοηθήσει πολλά νέα ζευγάρια να εκπληρώσουν το όνειρο τους, που είναι η απόκτηση ενός παιδιού.