Ηλικία και γονιμότητα
Για τη διερεύνηση της υπογονιμότητας το σωστό είναι το ζευγάρι να απευθυνθεί από κοινού στον γυναικολόγο, καθώς απαιτείται έλεγχος τόσο της γυναίκας όσο και του άνδρα. Ο έλεγχος αφορά και τους δύο αφού τα ποσοστά της αιτιολογίας της υπογονιμότητας είναι μοιρασμένα, περίπου 40% γυναικείοι λόγοι, 40% ανδρικοί και ένα 20% ανήκει στο συγκεκριμένο ζευγάρι και σε αγνώστου αιτιολογίας. Είναι αποδεδειγμένο ότι καθοριστικό παράγοντα της γυναικείας υπογονιμότητας διαδραματίζει η ηλικία της γυναίκας.
Η ηλικία είναι σημαντική τόσο για την επίτευξη της σύλληψης, όσο και για την εμφάνιση χρωμοσωμικών ανωμαλιών, αλλά και για την έκβαση της κύησης (εμφάνιση υπέρτασης, εκλαμψίας, σακχαρώδη διαβήτη) ώστε η γυναίκα να φέρει στο σπίτι ένα υγιές μωρό. Τα ποσοστά λοιπόν των γόνιμων γυναικών μειώνονται αισθητά με την πάροδο των χρόνων με οριακό σημείο την ηλικία των 35 ετών, κατά το οποίο το ποσοστό αυτό φθάνει περίπου το 20% και στην ηλικία των 40 το 10%.
Αυτή η σημαντική πτώση οφείλεται κυρίως στη μείωση του αριθμού της ωοθηκικής επάρκειας, δηλαδή στον αριθμό των ωοθυλακίων.
Αυτό που ίσως δε γνωρίζετε είναι ότι κάθε γυναίκα γεννιέται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωοθυλακίων τα οποία με την πάροδο των χρόνων μειώνονται λόγω της προγραμματισμένης από τον οργανισμό ωοθυλακικής ατρησίας (κυτταρικό θάνατο), σε αντίθεση με τον ανδρά στον οποίο κάθε περίπου 90 ημέρες δημιουργούνται νέα σπερματοκύτταρα με τη διαδικασία της σπερματογένεσης.
Εκτός όμως από τον αριθμό των ωοθυλακίων που μειώνεται με την πάροδο του χρόνου φαίνεται πως και η ποιότητα των ωαρίων είναι χειρότερη σε γυναίκες προχωρημένης ηλικίας, με αποτέλεσμα να καθιστούν τη σύλληψη δυσκολότερη. Έχει τεκμηριωθεί πως στις γυναίκες αυτές μειώνεται η μεταβολική ικανότητα των ωαρίων με αποτέλεσμα την πτώση της ενεργειακής τους ικανότητας. Ακόμα και σε περίπτωση όμως επιτυχίας σύλληψης υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εμφανιστούν χρωμοσωμικές ανωμαλίες αλλά και αποβολές. Οι αυτόματες αποβολές είναι και αυτές αυξημένες σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και αυτό εξηγείται καθώς είναι προφανές πως το ιστορικό, τόσο το ατομικό αλλά και το γυναικολογικό (λοιμώξεις, πολύποδες, ινομυώματα, κτλ.) θα είναι βεβαρημένο.
Επομένως σημαντικό βήμα για την αξιολόγηση της γονιμότητας της γυναίκας αποτελεί η εκτίμηση των αποθεμάτων ωοθυλακίων στις ωοθήκες. Η εκτίμηση αυτή αποκτά προγωστική αξία σε γυναίκες άνω των 35 ετών, με ιστορικό πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας, χειρουργικών επεμβάσεων (ωοθηκεκτομή), λήψη χημειο- ή ακτινοθεραπειών και σε γυναίκες οι οποίες πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση.
Για την εκτίμηση αυτή μπορεί να μετρηθεί η θυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH) κατά τη 2-3 ημέρα του κύκλου, υψηλές τιμές υποδηλώνουν πτωχή ωοθηκική ανταπόκριση, η αντιμυλλεριανή ορμόνη (AMH) οποιαδήποτε μέρα του κύκλου, χαμηλές τιμές συσχετίζονται με πτωχή ωοθηκική απάντηση, και τέλος η εκτίμηση της ωοθηκικής λειτουργίας μπορεί να γίνει με υπερηχογραφικό έλεγχο, καταγράφοντας δηλαδή τον αριθμό των ορατών ωοθυλακίων. Καταλήγοντας γίνεται σαφές πως η ηλικία και γονιμότητα είναι άρρηκτα συνυφασμέμνες και ο λόγος για τον οποίο στις μέρες μας όλο και περισσότερες γυναίκες προχωρημένης αναπαραγωγικά ηλικίας στρέφονται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.